- Φοινίσσᾳ
- Φοῑνί̱σσᾱͅ , ΦοῖνιξPhoenicianfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινίσσᾳ — φοινίσσᾱͅ , φοῖνιξ Phoenician fem dat sg (doric aeolic) φοινίσσαι , φοινίζω aor inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίνισσα — ἡ, Α βλ. Φοίνικας … Dictionary of Greek
φοίνισσα — ἡ, Α βλ. φοῑνιξ (Ι) … Dictionary of Greek
Φοίνισσα — Φοί̱νῑσσα , Φοῖνιξ Phoenician fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνισσα — φοῖνιξ Phoenician fem nom/voc sg φοινίζω aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίσσας — φοινίσσᾱς , φοῖνιξ Phoenician fem acc pl φοινίσσᾱς , φοῖνιξ Phoenician fem gen sg (doric aeolic) φοινίσσᾱς , φοινίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνισσ' — φοίνισσα , φοῖνιξ Phoenician fem nom/voc sg φοίνισσαι , φοῖνιξ Phoenician fem nom/voc pl φοίνισσε , φοινίσσω redden pres imperat act 2nd sg φοίνισσε , φοινίσσω redden imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) φοίνισσαι , φοινίζω aor imperat mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίσσαι — φοινίσσᾱͅ , φοῖνιξ Phoenician fem dat sg (doric aeolic) φοινίζω aor inf act (epic) φοινίσσαῑ , φοινίζω aor opt act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
φοίνιξ — Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε… … Dictionary of Greek